- Τρηχίνιος
- Τραχίςthe people of T.masc nom sg (ionic)Τραχίςthe people of T.masc/fem nom sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τραχίνιος — και ιων. τ. τρηχίνιος, ία, ον, και τ. θηλ. ος και τραχινίς, ίδος, Α [Τραχίς, ῑνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη τής Θεσσαλίας Τραχίς* ή αυτός που προέρχεται από αυτήν («Τραχινίαν... δεράδα», Σοφ.) 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ… … Dictionary of Greek
Αντίκυρα — Ονομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη του Κορινθιακού κόλπου, χτισμένη από τον Αντικυρέα, που θεράπευσε τους παροξυσμούς του Ηρακλή. Καταστράφηκε από τον Φίλιππο στον Ιερό Πόλεμο, αλλά ξαναχτίστηκε. Στον Ρωμαιομακεδονικό πόλεμο, την… … Dictionary of Greek